- δυνάστειρα
- δῠνάστ-ειρα, ἡ, fem. of δυνάστης, Tab.Defix.Aud.38.11 (Alexandria, iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανδυνάστειρα — ἡ, Α αυτή που όλους τους δυναστεύει, τούς κυβερνά («πανδυνάστειρα ἄνασσα», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δυνάστειρα, θηλ. τού δυνάστης] … Dictionary of Greek